- λουκιφεράση
- και λουσιφεράση, η(βιοχ.) ένζυμο τών φωτογόνων ζώων το οποίο καταλύει την οξείδωση τής λουκιφερίνης με αποτέλεσμα την εκπομπή φωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luciferase].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λουκιφερίνη — και λουσιφερίνη, η (βιοχ.) σύνθετη ουσία η οποία, υπό την επίδραση τού ενζύμου λουκιφεράση, με οξείδωση, παράγει τον βιοφωσφορισμό ορισμένων εντόμων. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. luciferine < λατ. lucifer «αυτός που φέρει … Dictionary of Greek
λουσιφεράση — η βλ. λουκιφεράση … Dictionary of Greek